ἀκρεμών

ἀκρεμών
ἀκρεμών, όνος, ὁ (for the accent v. Hdn.Gr.1.33, -έμων in most codd.): ([etym.] ἄκρος):—
A bough, branch, Thphr.HP1.1.9;

οἱ ἀ. τῶν κλάδων Ael.NA4.38

, cf. Simon.183, E.Cyc.455, Theoc.16.96, A.R.2.1101.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακρεμών — ἀκρεμὼν ( όνος), ο (AM) (A και ἀκρέμων) μσν. (για πρόσωπα) φύλακας, φρουρός (πρβλ. ακρίτης) αρχ. 1. κλαδί δέντρου που απολήγει ή διακλαδίζεται σε μικρότερα κλαδιά 2. η άκρη τού κλαδιού, κλωνάρι, βλαστάρι 3. (γενικότερα) το άκρο «κεράων ὰκρεμόνες… …   Dictionary of Greek

  • ἀκρεμών — ἀκρέμων masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρέμων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρεμόνα — ἀκρέμων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρεμόνας — ἀκρέμων masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρεμόνες — ἀκρέμων masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρεμόνεσσι — ἀκρέμων masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρεμόνεσσιν — ἀκρέμων masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρεμόνος — ἀκρέμων masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρεμόνων — ἀκρέμων masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρεμόσι — ἀκρέμων masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”